Γκούντμαν, Μπένι

Γκούντμαν, Μπένι
(Benjamin «Benny» Goodman, Σικάγο 1909 – 1986). Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της τζαζ, ο Γ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το 1938 την τζαζ στο Κάρνεγκι Χολ, ξεπερνώντας ένα πραγματικό κύμα εχθρότητας. Σπούδασε κλαρινέτο από πολύ νέος για να διευρύνει τις γνώσεις του στη συμφωνική μουσική. Ύστερα από μία θητεία σε μικρότερες ορχήστρες, το 1934 ίδρυσε δικό του συγκρότημα μουσικής, το οποίο πολύ γρήγορα εξελίχθηκε στο πιο δημοφιλές και διάσημο στην Αμερική. Εμψυχωτής του σουίνγκ, ο Γ. διηύθυνε επίσης τρίο, κουαρτέτα και σεξτέτα, στα οποία προσκάλεσε προικισμένους σολίστ, όχι μόνο από τη δική του ορχήστρα, αλλά και πολλούς άλλους, όπως τους Τζίνι Κρούπα, Λέστερ Γιανγκ, Χάρι Τζέιμς, Άρτι Σόου κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • Γκετς, Σταν — (Stan Getz, Φιλαδέλφεια 1927 – Μαλιμπού 1991). Αμερικανός μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες της τζαζ του περασμένου αιώνα, ο Γ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940, δηλαδή στο μεσοδιάστημα …   Dictionary of Greek

  • Κρούπα, Τζιν — (Gene Crupa, Σικάγο 1909 – Γιόνκερς 1973). Αμερικανός ντράμερ της τζαζ. Εμφανίστηκε σε μία εποχή όπου τα ντραμς αποτελούσαν ένα παραγνωρισμένο μουσικό όργανο, περιορισμένο σε αυστηρή ρυθμική συνοδεία. Η εκπληκτική τεχνική του κατάρτιση και οι… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτοκ, Μπέλα — (Bela Bartok, Ναγκισεντμικλός, Τρανσυλβανία 1881 – Νέα Υόρκη 1945). Ούγγρος συνθέτης. Ένας από τους διασημότερους Ούγγρους συνθέτες του 20ού αι. και μεταξύ των κορυφαίων μορφών της νεώτερης μουσικής. Πιανίστας, συνθέτης και έξοχος μελετητής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”